αποτριχωτικός
Смотреть что такое "αποτριχωτικός" в других словарях:
ψιλωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποψίλωση, ο αποτριχωτικός: Πήρε μια ψιλωτική αλοιφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)